Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία επιλέγει και αξιολογεί τη γνώση και ιδιαίτερα την σχολική γνώση μπορεί να δώσει πληροφορίες για τον τρόπο κατανομής της δύναμης και την άσκηση του ελέγχου στην κοινωνία αυτή (Berstein, 1971a). Μια τέτοια περίπτωση μελέτης της κατανομής της δύναμης στον σχολικό χώρο αναδεικνύεται από την ανάλυση των θεσμικών κειμένων του 2003 για τη Νεοελληνική Γλώσσα στο Γυμνάσιο που βρίσκονται σε ισχύ μέχρι σήμερα, δηλ. το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ). Η ανάγνωση των θεσμικών κειμένων εστιάζει σε τρεις επιμέρους παραμέτρους: α. την ποικιλία των λόγων/ discourses, δηλ. των κοινωνικών πρακτικών για τη λεκτική ανταλλαγή που συνδέονται με τρόπους σκέψης, ιδεολογίες, κοινωνικές αξίες όπως εμφανίζονται στα κείμενα αυτά ως απόρροια γλωσσολογικών προσεγγίσεων, β. την προσέγγιση του γραμματισμού στην κριτική–χειραφετητική του οπτική δηλ. την προσπάθεια χειραφέτησης των ατόμων μέσα από την άσκηση κριτικής για την κοινωνική πραγματικότητα (αναζήτηση στοιχείων που επιβεβαιώνουν την παρουσία ή την απουσία του) και γ. τις ταυτότητες των υποκειμένων που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα των λόγων και του είδους του γραμματισμού που προωθούν τα κείμενα. Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι ότι η υπεροχή του ρυθμιστικού λόγου/regulative discourse ως τρόπος μεταφοράς της γνώσης στην σχολική τάξη καθώς και η εργαλειοποίηση της γνώσης στερούν από τα κοινωνικά υποκείμενα τη δυνατότητα ανάπτυξης χειραφετητικού λόγου και την προοπτική απελευθέρωσης από τους κυρίαρχους λόγους.